υποθειάζω

υποθειάζω
Α
1. κατέχομαι από τον θεό, βρίσκομαι σε έκσταση
2. θεοποιώ κάτι κρυφά ή σε ορισμένο βαθμό («ὑποθειάζειν τὴν φιλοσοφίαν», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + θειάζω «έχω θεία έμπνευση, λατρεύω ως θεό»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὑποθειαζούσης — ὑποθειάζω to be divinely inspired pres part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποθειάζων — ὑποθειάζω to be divinely inspired pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”